- ἑκαταβόλος
- ἑκατᾱβόλος, -ον1 far-shooting ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων (join with Μοισᾶν. Σ.) O. 9.5 pro subs. as epith. of Apollo, τὺ δ, Ἑκαταβόλε, P. 8.61 τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' Ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 2.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.